Πρόνοος — careful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόνοος — careful masc/fem nom sg πρόνους masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόνοον — πρόνοος careful masc/fem acc sg πρόνοος careful neut nom/voc/acc sg πρόνους masc/fem acc sg πρόνους neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προνόου — Πρόνοος careful masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνόου — πρόνοος careful masc/fem/neut gen sg πρόνους masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρόνοοι — Πρόνοος careful masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόνοοι — πρόνοος careful masc/fem nom/voc pl πρόνους masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρόνοον — Πρόνοος careful masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Pronovs — PRONŎVS, i, Gr. Πρόνοος, ου, des Phegeus Sohn, und Agenors Bruder. Apollod. l. III. c. 7. §. 6. Sieh Agenor … Gründliches mythologisches Lexikon
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek